νόστο

νόστο
vatana dönme, sılaya dönüş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίνοστος — ἐπίνοστος, ον (Α) αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • επαναγωγός — ἐπαναγωγός, όν (Α) [επανάγω] αυτός που φέρνει πίσω, που ανήκει ή αναφέρεται στον νόστο, στην επιστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”